αιμυλομήτης

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

αἱμυλομήτης (-ου), ο (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμύλος + -μήτης < μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»].