αινολεχής

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source

Greek Monolingual

αἰνολεχὴς (-οῦς), -ὲς (Α)
ο αινόλεκτρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνὸς + -λεχὴς < λέχος «κλίνη»].