αιρεσιαρχία

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

η αιρεσιάρχης
1. αρχηγία αιρέσεως
2. εκλογή αρχόντων, αρχαιρεσία.