αισθητήριος
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α αἰσθητήριον, το) αἰσθάνομαι
(το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το όργανο καθεμιάς από τις πέντε αισθήσεις
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις αισθήσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το αισθητήριο
σε διάφορες φράσεις, όπως «πολιτικό αισθητήριο, κριτικό αισθητήριο» κ.λπ.
αρχ.
«τὰ αἰσθητήρια», (στον Επίκουρο) οι αισθήσεις σε αντίθεση με τη διάνοια
(στην Καινή Διαθήκη) η ικανότητα της ψυχής να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα.