αισθητήριος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α αἰσθητήριον, το) αἰσθάνομαι
(το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το όργανο καθεμιάς από τις πέντε αισθήσεις
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις αισθήσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το αισθητήριο
σε διάφορες φράσεις, όπως «πολιτικό αισθητήριο, κριτικό αισθητήριο» κ.λπ.
αρχ.
«τὰ αἰσθητήρια», (στον Επίκουρο) οι αισθήσεις σε αντίθεση με τη διάνοια
(στην Καινή Διαθήκη) η ικανότητα της ψυχής να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα.