αισχυντός
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
Greek Monolingual
αἰσχυντός, -ή, -όν (Α)
αισχρός, χυδαίος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχύνω.
ΠΑΡ. αἰσχυντηλός
αρχ.
αἰσχυντηρός, αἰσχυντικός.