νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
η
1. σχέση αιτίας και αποτελέσματος
2. υπαιτιότητα, ενοχή
3. «αρχή της αιτιότητας» — το φιλοσοφικό αξίωμα ότι κάθε γεγονός έχει την αιτία του και οι ίδιες αιτίες -υπό τις αυτές συνθήκες- παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίτιον ή αιτία].