ακαματόσκυλο

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

το
(περιφρονητικά για άνθρωπο) πολύ ακαμάτης, κοπρόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακαμάτης + σκυλί].