ακαταλόγιστος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
-η, -ο καταλογίζω
1. αυτός που σκέπτεται, μιλάει ή ενεργεί όχι σύμφωνα με τη λογική
2. ο ανεύθυνος για τους λόγους και τις πράξεις του λόγω διανοητικής αναπηρίας, ψυχικής διαταραχής ή μικρής ηλικίας
3. εκείνος που γίνεται παράλογα
«πράξη ακαταλόγιστη»
4. όποιος δεν μπορεί να υπολογιστεί, ο ανυπολόγιστος
5. το ουδ. ως ουσ. το ακαταλόγιστο.