καταλογίζω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
(Α καταλογίζομαι) κατάλογος
περιλαμβάνω
νεοελλ.
1. αποδίδω ευθύνες σε κάποιον, υπολογίζω κάτι σε βάρος κάποιου («τα λάθη σου μην τά καταλογίζεις σε εμένα»)
2. φρ. «καταλογίζω ευθύνες» — αποδίδω ευθύνες, επιρρίπτω ευθύνες, θεωρώ κάποιον υπεύθυνο
αρχ.
(μέσ. αποθετ.) καταλογίζομαι
1. υπολογίζω
2. (με απρμφ.) σκοπεύω να...
3. αναγράφω κάτι στη μερίδα κάποιου
4. αφηγούμαι κατά σειρά.