καταλογίζω

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

καταλογίζομαι) κατάλογος
περιλαμβάνω
νεοελλ.
1. αποδίδω ευθύνες σε κάποιον, υπολογίζω κάτι σε βάρος κάποιου («τα λάθη σου μην τά καταλογίζεις σε εμένα»)
2. φρ. «καταλογίζω ευθύνες» — αποδίδω ευθύνες, επιρρίπτω ευθύνες, θεωρώ κάποιον υπεύθυνο
αρχ.
(μέσ. αποθετ.) καταλογίζομαι
1. υπολογίζω
2. (με απρμφ.) σκοπεύω να...
3. αναγράφω κάτι στη μερίδα κάποιου
4. αφηγούμαι κατά σειρά.