ακινακόμορφο

From LSJ

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77

Greek Monolingual

το
όργανο φυτού (φύλλα, καρποί κ.λπ.), που μοιάζει με ακινάκη, που έχει δηλ. τη μια πλευρά αιχμηρή και την άλλη πλατιά και σαρκώδη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακινάκης + -μορφος < μορφή.