ακροφύσιο

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀκροφύσιον)
νεοελλ.
σωλήνας ή αγωγός μικρού μήκους, που καταλήγει σε στενό άκρο και που τοποθετείται στο άκρο σωλήνα ή αγωγού για να ρυθμίζει τη ροή ή για να αυξήσει την ταχύτητα του εκτοξευόμενου ρευστού
άρχ.
1. το άκρο, το στόμιο του φυσητήρα, του φυσερού
2. η ουρά του κομήτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + φῦσα «φυσερό»].