ακτέριστος

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

ἀκτέριστος, -ον (Α) κτερίζω
αυτός που δεν κηδεύτηκε με τιμές
αυτός που έμεινε άταφος.