ακτινόλιθος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο (Ορυκτολ.)
ορυκτό της ομάδας τών αμφιβόλων. Ανήκει στην ισόμορφη σειρά τρεμολίτου-ακτινολίθου που αποτελείται από ινοπυριτικά άλατα ασβεστίου, μαγνησίου και σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ακτίς (-ίνα) + λίθος, πρβλ. αγγλ. actinolite].