ακυρολεκτώ

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

ακυρολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + -λεκτώ < λεκτός < λέγω
πιθ. με επίδραση του ακυριολεκτώ, που διαφέρει όμως σημασιολογικά].