ακυρολεκτώ
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
ακυρολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + -λεκτώ < λεκτός < λέγω
πιθ. με επίδραση του ακυριολεκτώ, που διαφέρει όμως σημασιολογικά].