ακύρωση

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

Greek Monolingual

η (Α ἀκύρωσις)
αφαίρεση του κύρους, κατάργηση, αθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκυρῶ (-ώνω).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρώσιμος].