Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
η (Α ἀκύρωσις)αφαίρεση του κύρους, κατάργηση, αθέτηση.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκυρῶ (-ώνω).ΠΑΡ. νεοελλ. ακυρώσιμος].