αλάθευτος

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

-η, -ο λαθεύω
1. αυτός που δεν κάνει λάθη, που δεν πέφτει σε σφάλματα, αλάθητος
2. αυτός που δεν αποτυγχάνει στον σκοπό του
3. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, αναμάρτητος
4. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάνθαστος.