αλαργοτάξιδος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε σε μακρινούς τόπους («θα πάω μ’ αλαργοτάξιδο καράβι εγώ στα ξένα»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάργος + ταξίδι].