αλατέμπορος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

και –ας, ο
ο έμπορος αλατιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάτι + έμπορος].