αλατερός

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αλάτι
1. (για τροφή) αυτός που περιέχει πολύ αλάτι, ο πολύ αλατισμένος
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η αλατερή ή το αλατερό.