αλαφροπετρίτης
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
Greek Monolingual
-ίτισσα, -ίτικο αλαφρόπετρα
1. αυτός που κατάγεται από το νησί Θήρα (όπου αφθονεί η ελαφρόπετρα)
2. επιπόλαιος, ανόητος.