Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
ἀλεξίκακος, -ον (AM)1. αυτός που αποκρούει το κακό ή τη συμφορά2. αρωγός, προστάτης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + κακός].