ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
ἀλεξίκακος, -ον (AM)1. αυτός που αποκρούει το κακό ή τη συμφορά2. αρωγός, προστάτης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + κακός].