αλεξίκακος
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
ἀλεξίκακος, -ον (AM)
1. αυτός που αποκρούει το κακό ή τη συμφορά
2. αρωγός, προστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + κακός].