αλεξίλυπος

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που απομακρύνει τις λύπες, που προκαλεί ευθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- (< ἀλέξω) + λύπη.