αλεπουδεύω

From LSJ

Greek Monolingual

1. (για μωρά) έρπω, αρκουδίζω, «μπουσουλάω»
2. φέρομαι με πανουργία, πονηριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. της λ. αλεπούδ-ες, πληθ. του ουσ. αλεπού].