ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
1. (για μωρά) έρπω, αρκουδίζω, «μπουσουλάω»
2. φέρομαι με πανουργία, πονηριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. της λ. αλεπούδ-ες, πληθ. του ουσ. αλεπού].