αλεπόπουλο

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2

Greek Monolingual

το αλεπού
1. μικρή αλεπού
2. δόλιο, πανούργο, πονηρό παιδί
παροιμία «η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δέκα» (για νέους που υπερακοντίζουν τους γεννήτορες σε γνώσεις ή πονηριά).