ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
(και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλήθωρος.ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός].