αλλοιωτικός
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλλοιωτικός, -ή, -όν) ἀλλοιῶ
αυτός που μπορεί να επιφέρει αλλοίωση, μεταβολή.