ἀλλοιωτικός
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ἀλλοιωτική, ἀλλοιωτικόν, transformative, Arist.Sens.441b21, Ph.257a24; δύναμις, of digestion, Gal.UP4.7; alterative, φάρμακον ὅτι περ ἂν ἀ. ᾖ τῆς φύσεως Id.11.380.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 fil. y cien. alterador, transformador, modificador φύσις Ti.Locr.99d, c. gen. πάθος ... τῆς γεύσεως τῆς κατὰ δύναμιν ἀλλοιωτικὸν εἰς ἐνέργειαν afección ... que transforma el gusto de estar en potencia a en acto Arist.Sens.441b21, cf. Simp.in Cat.366.2, φάρμακον ... ὅ τί περ ἂν ἀ. ᾖ τῆς φύσεως Gal.11.380
•esp. cualitativamente modificador, alterador συνεδρεύει ... τοῖς ἀλλοιωτικοῖς πάθεσιν ἡ αὔξησις καὶ ἡ μείωσις Simp.in Cael.112.35, c. gen. τὰς ἀλλοιωτικὰς τοῦ κινουμένου μεταβολάς, ἀλλ' οὐ τὰς μεταβατικάς Procl.in R.1.35.29
•subst. τὸ ἀλλοιωτικόν = el agente modificador Arist.Ph.257a24.
2 medic. digestivo (δύναμις) Gal.3.275, Nemes.Nat.Hom.M.40.693A, Leont.Byz.M.86.1296D.
German (Pape)
[Seite 104] veränderlich, Tim. Locr. 99 d.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοιωτικός: подверженный изменениям, изменчивый Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοιωτικός: -ή, -όν, = κατάλληλος πρὸς ἀλλοίωσιν, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 4. 12, Φυσ. 8. 5, 15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλλοιωτικός, -ή, -όν) ἀλλοιῶ
αυτός που μπορεί να επιφέρει αλλοίωση, μεταβολή.
-η, -ο
βλ. αλλιώτικος.