αλλοιώ

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

ἀλλοιῶ (-όω) (ΑΜ)
βλ. αλλοιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοῖος.
ΠΑΡ. αλλοίωσις, αλλοιωτικός, αλλοιωτός
αρχ.
ἀλλοίωμα.