ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἀλλώνιος, -ον (Α)αιολικός τύπος αντί ἀλλοίος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. της λ. ἄλλος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος].