αλμοδοχείο

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

το
δοχείο (βαρέλι, πιθάρι, τσουκάλι κ.λπ.) που περιέχει άλμη·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλμη + δοχείο].