αλογοβορός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
ο
οβορός τών αλόγων, αλογόμαντρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + οβορός «περιφραγμένος χώρος όπου διανυκτερεύουν τα ζώα»].