αλογοβορός
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek Monolingual
ο
οβορός τών αλόγων, αλογόμαντρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + οβορός «περιφραγμένος χώρος όπου διανυκτερεύουν τα ζώα»].