αλογόμυγα

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

η
1. μύγα που ενοχλεί τα άλογα και τα άλλα υποζύγια, βοϊδόμυγα, οίστρος
2. αυτός που επίμονα ενοχλεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + μύγα].