αλσοβριθής

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλσος + -βριθής < βρίθω.