οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
-έςαυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλσος + -βριθής < βρίθω.