αλφιτοσιτώ Search Google

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

ἀλφιτοσιτῶ (-έω) (Α)
τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλφιτόσιτος < ἄλφιτα + σίτος].