αλύγιστος
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν λύγισε, ευθυτενής, ίσιος
2. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει, άκαμπτος, δύσκαμπτος
3. (για πρόσωπα) άτεγκτος, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λυγιστός < λυγίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυγισιά].