αμέστωτος

From LSJ

μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine

Source

Greek Monolingual

-η, -ο μεστώνω
αυτός που δεν μέστωσε (ακόμη) ή που δεν μπορεί να μεστώσει.