Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt
ἁμαρτωλή, η (Α)η αμαρτία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτάνω.ΠΑΡ. ἁμαρτωλόςαρχ.ἁμαρτωλία.