αμαχεύω

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek Monolingual

αμάχη
1. δημιουργώ αμάχη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, τους κάνω εχθρούς τον ένα με τον άλλο
2. έχω αμάχη με κάποιον, τον μισώ
3. βάζω κάτι ενέχυρο, υποθηκεύω.