αμερικανιστής

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που μελετά οτιδήποτε αφορά στην Αμερική, που ασχολείται δηλ. με μελέτες εθνογραφίας, γλωσσολογίας και θρησκειολογίας της αμερικανικής ηπείρου
2. οπαδός του θρησκευτικού αμερικανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αμερικανός + παραγ. κατάλ. -ισμός].