αμεριμνομέριμνος
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
ἀμεριμνομέριμνος, -ον (λέξη του Αδ. Κοραή)
ο υπερβολικά αμέριμνος, ο εντελώς ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επαναληπτικό σύνθετο < ἀμέριμνος + -μέριμνα (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)].