αμεταμφίεστος
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
Greek Monolingual
-η, -ο μεταμφιέζω
1. αυτός που δεν μεταμφιέστηκε ή δεν μπορεί να μεταμφιεστεί, αμασκάρευτος
2. αυτός που δεν μπορεί να κρύψει το αληθινό του πρόσωπο, πρόδηλος, ολοφάνερος.