αμμωρολόγιον

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

το
το αμμωτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + ωρολόγιον. Η λ. πλάστηκε από τον Δημ. Βικέλα].