αμπελάνθισμα

From LSJ

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

το
1. το άνθισμα, το άνθος του κλήματος
2. η εποχή της άνθησης του αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + άνθισμα «άνθος» < ανθίζω πρβλ. αρχ. ἀμπελάνθη.