αμπελόκλημα

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

το
1. κλήμα αμπέλου
2. κλαδί αμπέλου, αμπελόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπέλι + κλήμα].