ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
και μυγδαλάδα, η αμύγδαλοποτό από εκχύλισμα αμυγδάλων, αθασόγαλο, σουμάδα.