αμυγδαλόπαστα
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
Greek Monolingual
και μυγδαλόπαστα, η και –στο, το
γλύκισμα παρασκευασμένο με κοπανισμένα αμύγδαλα, αβγά, ζάχαρη, κ.λπ., αμυγδαλωτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + πάστα].