αμυλάσες

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

οι βιοχ.
κατηγορία ενζύμων (υδρολασών) που μετατρέπουν το άμυλο και το γλυκογόνο (ζωικό άμυλο) στα σάκχαρα μαλτόζη και γλυκόζη κατά τη διαδικασία της πέψης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμυλο(ν) + κατάλ. -άσες, πληθ. του -άση, πρβλ. αγγλ. amylase(s)].